Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψιβλαστής
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
View word page
ὀψικαρπία
late fruiting

ShortDef

late fruiting

Debugging

Headword:
ὀψικαρπία
Headword (normalized):
ὀψικαρπία
Headword (normalized/stripped):
οψικαρπια
IDX:
64065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64066
Key:

Data

{'content': 'late fruiting'}