Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψιανθής
ὀψιανός
ὀψιβλαστέω
ὀψιβλαστής
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
View word page
ὀψίγονος
late-born, after-born

ShortDef

late-born, after-born

Debugging

Headword:
ὀψίγονος
Headword (normalized):
ὀψίγονος
Headword (normalized/stripped):
οψιγονος
IDX:
64062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64063
Key:

Data

{'content': 'late-born, after-born'}