Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψία
ὀψιανθέω
ὀψιανθής
ὀψιανός
ὀψιβλαστέω
ὀψιβλαστής
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
View word page
ὀψιγενής
late-born
ShortDef
late-born
Debugging
Headword:
ὀψιγενής
Headword (normalized):
ὀψιγενής
Headword (normalized/stripped):
οψιγενης
IDX:
64060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64061
Key:
Data
{'content': 'late-born'}