Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψημέρα
ὀψία
ὀψιανθέω
ὀψιανθής
ὀψιανός
ὀψιβλαστέω
ὀψιβλαστής
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
View word page
ὀψίγαμος
late-married
ShortDef
late-married
Debugging
Headword:
ὀψίγαμος
Headword (normalized):
ὀψίγαμος
Headword (normalized/stripped):
οψιγαμος
IDX:
64059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64060
Key:
Data
{'content': 'late-married'}