Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
ὀψημέρα
ὀψία
ὀψιανθέω
ὀψιανθής
ὀψιανός
ὀψιβλαστέω
ὀψιβλαστής
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
View word page
ὀψιγαμέω
marry late
ShortDef
marry late
Debugging
Headword:
ὀψιγαμέω
Headword (normalized):
ὀψιγαμέω
Headword (normalized/stripped):
οψιγαμεω
IDX:
64056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64057
Key:
Data
{'content': 'marry late'}