Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
ὀψημέρα
ὀψία
ὀψιανθέω
ὀψιανθής
ὀψιανός
ὀψιβλαστέω
ὀψιβλαστής
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
View word page
ὀψιβλαστής
late sprouting
ShortDef
late sprouting
Debugging
Headword:
ὀψιβλαστής
Headword (normalized):
ὀψιβλαστής
Headword (normalized/stripped):
οψιβλαστης
IDX:
64055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64056
Key:
Data
{'content': 'late sprouting'}