Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψαρτυτικός
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
ὀψημέρα
ὀψία
ὀψιανθέω
ὀψιανθής
ὀψιανός
ὀψιβλαστέω
ὀψιβλαστής
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
View word page
ὀψιβλαστέω
sprout
ShortDef
sprout
Debugging
Headword:
ὀψιβλαστέω
Headword (normalized):
ὀψιβλαστέω
Headword (normalized/stripped):
οψιβλαστεω
IDX:
64054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64055
Key:
Data
{'content': 'sprout'}