Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψαρότης
ὀψαρτυσία
ὀψαρτυτής
ὀψαρτυτικός
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
ὀψημέρα
ὀψία
ὀψιανθέω
ὀψιανθής
ὀψιανός
ὀψιβλαστέω
ὀψιβλαστής
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
View word page
ὀψιανθέω
bloom late

ShortDef

bloom late

Debugging

Headword:
ὀψιανθέω
Headword (normalized):
ὀψιανθέω
Headword (normalized/stripped):
οψιανθεω
IDX:
64051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64052
Key:

Data

{'content': 'bloom late'}