Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψαριοπώλης
ὀψαρότης
ὀψαρτυσία
ὀψαρτυτής
ὀψαρτυτικός
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
ὀψημέρα
ὀψία
ὀψιανθέω
ὀψιανθής
ὀψιανός
ὀψιβλαστέω
ὀψιβλαστής
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
View word page
ὀψία
the latter part of day, evening
ShortDef
the latter part of day, evening
Debugging
Headword:
ὀψία
Headword (normalized):
ὀψία
Headword (normalized/stripped):
οψια
IDX:
64050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64051
Key:
Data
{'content': 'the latter part of day, evening'}