Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄψ
ὄψ2
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψάομαι
ὀψάριον
ὀψαριοπωλεῖον
ὀψαριοπώλης
ὀψαρότης
ὀψαρτυσία
ὀψαρτυτής
ὀψαρτυτικός
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
ὀψημέρα
ὀψία
ὀψιανθέω
ὀψιανθής
ὀψιανός
View word page
ὀψαρτυτής
cook

ShortDef

cook

Debugging

Headword:
ὀψαρτυτής
Headword (normalized):
ὀψαρτυτής
Headword (normalized/stripped):
οψαρτυτης
IDX:
64043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64044
Key:

Data

{'content': 'cook'}