Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
ὄψ2
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψάομαι
ὀψάριον
ὀψαριοπωλεῖον
ὀψαριοπώλης
ὀψαρότης
ὀψαρτυσία
ὀψαρτυτής
ὀψαρτυτικός
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
ὀψημέρα
ὀψία
ὀψιανθέω
View word page
ὀψαρότης
one who ploughs late

ShortDef

one who ploughs late

Debugging

Headword:
ὀψαρότης
Headword (normalized):
ὀψαρότης
Headword (normalized/stripped):
οψαροτης
IDX:
64041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64042
Key:

Data

{'content': 'one who ploughs late'}