Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
ὄψ2
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψάομαι
ὀψάριον
ὀψαριοπωλεῖον
ὀψαριοπώλης
ὀψαρότης
ὀψαρτυσία
ὀψαρτυτής
ὀψαρτυτικός
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
ὀψημέρα
ὀψία
View word page
ὀψαριοπώλης
fishmonger
ShortDef
fishmonger
Debugging
Headword:
ὀψαριοπώλης
Headword (normalized):
ὀψαριοπώλης
Headword (normalized/stripped):
οψαριοπωλης
IDX:
64040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64041
Key:
Data
{'content': 'fishmonger'}