Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀναριστέω
ἀναρίστητος
ἀναριστία
ἀνάριστος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστέον
View word page
ἀνάρμενος
unequipped
ShortDef
unequipped
Debugging
Headword:
ἀνάρμενος
Headword (normalized):
ἀνάρμενος
Headword (normalized/stripped):
αναρμενος
IDX:
6403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6404
Key:
Data
{'content': 'unequipped'}