Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
ὄψ2
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψάομαι
ὀψάριον
ὀψαριοπωλεῖον
ὀψαριοπώλης
ὀψαρότης
ὀψαρτυσία
ὀψαρτυτής
ὀψαρτυτικός
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
View word page
ὀψάριον
fish
ShortDef
fish
Debugging
Headword:
ὀψάριον
Headword (normalized):
ὀψάριον
Headword (normalized/stripped):
οψαριον
IDX:
64038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64039
Key:
Data
{'content': 'fish'}