Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
ὄψ2
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψάομαι
ὀψάριον
ὀψαριοπωλεῖον
ὀψαριοπώλης
ὀψαρότης
ὀψαρτυσία
ὀψαρτυτής
ὀψαρτυτικός
View word page
ὄψ2
the eye, face
ShortDef
a voice
the eye, face
Debugging
Headword:
ὄψ2
Headword (normalized):
ὄψ
Headword (normalized/stripped):
οψ2
IDX:
64034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64035
Key:
Data
{'content': 'the eye, face'}