Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
ὄψ2
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψάομαι
ὀψάριον
ὀψαριοπωλεῖον
ὀψαριοπώλης
ὀψαρότης
ὀψαρτυσία
ὀψαρτυτής
View word page
ὄψ
a voice
ShortDef
a voice
the eye, face
Debugging
Headword:
ὄψ
Headword (normalized):
ὄψ
Headword (normalized/stripped):
οψ
IDX:
64033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64034
Key:
Data
{'content': 'a voice'}