Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄχος
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
ὄψ2
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψάομαι
ὀψάριον
ὀψαριοπωλεῖον
ὀψαριοπώλης
ὀψαρότης
ὀψαρτυσία
View word page
ὀχυρωτικός
serving to strengthen

ShortDef

serving to strengthen

Debugging

Headword:
ὀχυρωτικός
Headword (normalized):
ὀχυρωτικός
Headword (normalized/stripped):
οχυρωτικος
IDX:
64032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64033
Key:

Data

{'content': 'serving to strengthen'}