Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄχμος
ὄχνη
Ὀχοζίας
ὄχος
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
ὄψ2
ὀψαμάτης
ὄψανον
ὀψάομαι
ὀψάριον
ὀψαριοπωλεῖον
View word page
ὀχύρωσις
fortification

ShortDef

fortification

Debugging

Headword:
ὀχύρωσις
Headword (normalized):
ὀχύρωσις
Headword (normalized/stripped):
οχυρωσις
IDX:
64029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64030
Key:

Data

{'content': 'fortification'}