Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀναριστέω
ἀναρίστητος
ἀναριστία
ἀνάριστος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
View word page
ἄναρκτος
not governed
ShortDef
not governed
Debugging
Headword:
ἄναρκτος
Headword (normalized):
ἄναρκτος
Headword (normalized/stripped):
αναρκτος
IDX:
6402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6403
Key:
Data
{'content': 'not governed'}