Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχμος
ὄχνη
Ὀχοζίας
ὄχος
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
ὄψ2
ὀψαμάτης
View word page
ὀχυρός
firm, lasting, stout

ShortDef

firm, lasting, stout

Debugging

Headword:
ὀχυρός
Headword (normalized):
ὀχυρός
Headword (normalized/stripped):
οχυρος
IDX:
64025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64026
Key:

Data

{'content': 'firm, lasting, stout'}