Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχμος
ὄχνη
Ὀχοζίας
ὄχος
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
ὄψ2
View word page
ὀχυροποιέομαι
to make secure, fortify

ShortDef

to make secure, fortify

Debugging

Headword:
ὀχυροποιέομαι
Headword (normalized):
ὀχυροποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
οχυροποιεομαι
IDX:
64024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64025
Key:

Data

{'content': 'to make secure, fortify'}