Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχμος
ὄχνη
Ὀχοζίας
ὄχος
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
ὄψ
View word page
ὀχός
firm, secure
ShortDef
firm, secure
Debugging
Headword:
ὀχός
Headword (normalized):
ὀχός
Headword (normalized/stripped):
οχος
IDX:
64023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64024
Key:
Data
{'content': 'firm, secure'}