Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχμος
ὄχνη
Ὀχοζίας
ὄχος
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
ὀχυρωτέος
ὀχυρωτικός
View word page
ὄχος
a carriage, shelter
ShortDef
a carriage, shelter
Debugging
Headword:
ὄχος
Headword (normalized):
ὄχος
Headword (normalized/stripped):
οχος
IDX:
64022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64023
Key:
Data
{'content': 'a carriage, shelter'}