Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχμος
ὄχνη
Ὀχοζίας
ὄχος
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
ὀχύρωσις
ὀχυρωτέον
View word page
ὄχνη
a wild pear
ShortDef
a wild pear
Debugging
Headword:
ὄχνη
Headword (normalized):
ὄχνη
Headword (normalized/stripped):
οχνη
IDX:
64020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64021
Key:
Data
{'content': 'a wild pear'}