Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀναριστέω
ἀναρίστητος
ἀναριστία
ἀνάριστος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
View word page
ἀνάριστος
dinnerless
ShortDef
dinnerless
Debugging
Headword:
ἀνάριστος
Headword (normalized):
ἀνάριστος
Headword (normalized/stripped):
αναριστος
IDX:
6401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6402
Key:
Data
{'content': 'dinnerless'}