Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχλοκρατία
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχμος
ὄχνη
Ὀχοζίας
ὄχος
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
ὀχυρότης
ὀχυρόω
ὀχύρωμα
View word page
ὀχμάζω
to grip fast

ShortDef

to grip fast

Debugging

Headword:
ὀχμάζω
Headword (normalized):
ὀχμάζω
Headword (normalized/stripped):
οχμαζω
IDX:
64018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64019
Key:

Data

{'content': 'to grip fast'}