Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχμος
ὄχνη
Ὀχοζίας
ὄχος
ὀχός
ὀχυροποιέομαι
View word page
ὄχλος
a moving crowd, a throng, mob

ShortDef

a moving crowd, a throng, mob

Debugging

Headword:
ὄχλος
Headword (normalized):
ὄχλος
Headword (normalized/stripped):
οχλος
IDX:
64014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64015
Key:

Data

{'content': 'a moving crowd, a throng, mob'}