Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχμος
ὄχνη
Ὀχοζίας
View word page
ὀχλοποιέω
to make a riot

ShortDef

to make a riot

Debugging

Headword:
ὀχλοποιέω
Headword (normalized):
ὀχλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
οχλοποιεω
IDX:
64011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64012
Key:

Data

{'content': 'to make a riot'}