Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὀχμάζω
ὄχμος
ὄχνη
View word page
ὀχλομανέω
to be mad after mob popularity
ShortDef
to be mad after mob popularity
Debugging
Headword:
ὀχλομανέω
Headword (normalized):
ὀχλομανέω
Headword (normalized/stripped):
οχλομανεω
IDX:
64010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64011
Key:
Data
{'content': 'to be mad after mob popularity'}