Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
View word page
ὀχλοκοπικός
of or suited to an ὀχλοκόπος, mob-courtier
ShortDef
of or suited to an ὀχλοκόπος, mob-courtier
Debugging
Headword:
ὀχλοκοπικός
Headword (normalized):
ὀχλοκοπικός
Headword (normalized/stripped):
οχλοκοπικος
IDX:
64006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64007
Key:
Data
{'content': 'of or suited to an ὀχλοκόπος, mob-courtier'}