Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
View word page
ὀχλικός
of or suited to a or the mob, popular
ShortDef
of or suited to a or the mob, popular
Debugging
Headword:
ὀχλικός
Headword (normalized):
ὀχλικός
Headword (normalized/stripped):
οχλικος
IDX:
64003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64004
Key:
Data
{'content': 'of or suited to a or the mob, popular'}