Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
View word page
ὀχλίζω
to move by a lever, to heave up
ShortDef
to move by a lever, to heave up
Debugging
Headword:
ὀχλίζω
Headword (normalized):
ὀχλίζω
Headword (normalized/stripped):
οχλιζω
IDX:
64002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64003
Key:
Data
{'content': 'to move by a lever, to heave up'}