Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
View word page
ὀχληρός
troublesome, irksome, importunate
ShortDef
troublesome, irksome, importunate
Debugging
Headword:
ὀχληρός
Headword (normalized):
ὀχληρός
Headword (normalized/stripped):
οχληρος
IDX:
64000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64001
Key:
Data
{'content': 'troublesome, irksome, importunate'}