Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
ὀχλολοίδορος
View word page
ὀχληρία
troublesomeness, importunity
ShortDef
troublesomeness, importunity
Debugging
Headword:
ὀχληρία
Headword (normalized):
ὀχληρία
Headword (normalized/stripped):
οχληρια
IDX:
63999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64000
Key:
Data
{'content': 'troublesomeness, importunity'}