Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάρβυλος
ἀναργυρία
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀναριστέω
ἀναρίστητος
ἀναριστία
ἀνάριστος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
View word page
ἀναρίστητος
not having breakfasted

ShortDef

not having breakfasted

Debugging

Headword:
ἀναρίστητος
Headword (normalized):
ἀναρίστητος
Headword (normalized/stripped):
αναριστητος
IDX:
6399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6400
Key:

Data

{'content': 'not having breakfasted'}