Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
ὀχλοκρατία
View word page
ὄχλημα
annoyance

ShortDef

annoyance

Debugging

Headword:
ὄχλημα
Headword (normalized):
ὄχλημα
Headword (normalized/stripped):
οχλημα
IDX:
63998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63999
Key:

Data

{'content': 'annoyance'}