Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλοκόπος
View word page
ὀχλέω
to move, disturb
ShortDef
to move, disturb
Debugging
Headword:
ὀχλέω
Headword (normalized):
ὀχλέω
Headword (normalized/stripped):
οχλεω
IDX:
63997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63998
Key:
Data
{'content': 'to move, disturb'}