Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄχθοιβος
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
View word page
ὀχλάζω
to be in a tumult
ShortDef
to be in a tumult
Debugging
Headword:
ὀχλάζω
Headword (normalized):
ὀχλάζω
Headword (normalized/stripped):
οχλαζω
IDX:
63996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63997
Key:
Data
{'content': 'to be in a tumult'}