Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄχθησις
ὄχθοιβος
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοκοπέω
View word page
ὀχλαγωγός
a mob-leader
ShortDef
a mob-leader
Debugging
Headword:
ὀχλαγωγός
Headword (normalized):
ὀχλαγωγός
Headword (normalized/stripped):
οχλαγωγος
IDX:
63995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63996
Key:
Data
{'content': 'a mob-leader'}