Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχθηρός
ὄχθησις
ὄχθοιβος
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
View word page
ὀχλαγώγιον
assemblage, mob, = comitium

ShortDef

assemblage, mob, = comitium

Debugging

Headword:
ὀχλαγώγιον
Headword (normalized):
ὀχλαγώγιον
Headword (normalized/stripped):
οχλαγωγιον
IDX:
63994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63995
Key:

Data

{'content': 'assemblage, mob, = comitium'}