Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθησις
ὄχθοιβος
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλίζω
ὀχλικός
View word page
ὀχλαγωγικός
quackish
ShortDef
quackish
Debugging
Headword:
ὀχλαγωγικός
Headword (normalized):
ὀχλαγωγικός
Headword (normalized/stripped):
οχλαγωγικος
IDX:
63993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63994
Key:
Data
{'content': 'quackish'}