Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄχθαν
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθησις
ὄχθοιβος
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
View word page
ὀχλαγωγέω
court the mob
ShortDef
court the mob
Debugging
Headword:
ὀχλαγωγέω
Headword (normalized):
ὀχλαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
οχλαγωγεω
IDX:
63991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63992
Key:
Data
{'content': 'court the mob'}