Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
ὄχθα
ὄχθαν
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθησις
ὄχθοιβος
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
View word page
ὀχθηρός
hilly
ShortDef
hilly
Debugging
Headword:
ὀχθηρός
Headword (normalized):
ὀχθηρός
Headword (normalized/stripped):
οχθηρος
IDX:
63984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63985
Key:
Data
{'content': 'hilly'}