Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
ὄχθα
ὄχθαν
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθησις
ὄχθοιβος
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
View word page
ὄχθαν
shore
ShortDef
shore
Debugging
Headword:
ὄχθαν
Headword (normalized):
ὄχθαν
Headword (normalized/stripped):
οχθαν
IDX:
63981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63982
Key:
Data
{'content': 'shore'}