Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
ὄχθα
ὄχθαν
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθησις
ὄχθοιβος
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
View word page
ὀχηματικός
of or for a vehicle

ShortDef

of or for a vehicle

Debugging

Headword:
ὀχηματικός
Headword (normalized):
ὀχηματικός
Headword (normalized/stripped):
οχηματικος
IDX:
63978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63979
Key:

Data

{'content': 'of or for a vehicle'}