Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
ὄχθα
ὄχθαν
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθησις
ὄχθοιβος
View word page
ὀχή
prop, support
ShortDef
prop, support
Debugging
Headword:
ὀχή
Headword (normalized):
ὀχή
Headword (normalized/stripped):
οχη
IDX:
63976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63977
Key:
Data
{'content': 'prop, support'}