Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
ὄχθα
ὄχθαν
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
ὄχθησις
View word page
ὀχέω
to uphold, sustain, endure
ShortDef
to uphold, sustain, endure
Debugging
Headword:
ὀχέω
Headword (normalized):
ὀχέω
Headword (normalized/stripped):
οχεω
IDX:
63975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63976
Key:
Data
{'content': 'to uphold, sustain, endure'}