Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
ὄχθα
ὄχθαν
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχθηρός
View word page
ὀχεύω
to cover

ShortDef

to cover

Debugging

Headword:
ὀχεύω
Headword (normalized):
ὀχεύω
Headword (normalized/stripped):
οχευω
IDX:
63974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63975
Key:

Data

{'content': 'to cover'}