Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
ὄχθα
ὄχθαν
ὀχθέω
ὄχθη
View word page
ὀχευτικός
salacious
ShortDef
salacious
Debugging
Headword:
ὀχευτικός
Headword (normalized):
ὀχευτικός
Headword (normalized/stripped):
οχευτικος
IDX:
63973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63974
Key:
Data
{'content': 'salacious'}