Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
ὄχθα
ὄχθαν
ὀχθέω
View word page
ὀχευτής
lewd person, lecher

ShortDef

lewd person, lecher

Debugging

Headword:
ὀχευτής
Headword (normalized):
ὀχευτής
Headword (normalized/stripped):
οχευτης
IDX:
63972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63973
Key:

Data

{'content': 'lewd person, lecher'}